κιρσώδης

κιρσώδης
-ες (Α κιρσώδης, -ῶδες) [κιρσός]
1. κιρσοειδής*
νεοελλ.
αυτός που είναι γεμάτος κιρσούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιρσωδέστερον — κιρσώδης adverbial comp κιρσώδης masc acc comp sg κιρσώδης neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσώδη — κιρσώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κιρσώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κιρσώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν …   Dictionary of Greek

  • κιρσῶδες — κιρσώδης masc/fem voc sg κιρσώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσώδεις — κιρσώδης masc/fem acc pl κιρσώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσωδέστερος — κιρσώδης masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσωδῶν — κιρσώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσώδεας — κιρσώδης masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσώδεσιν — κιρσώδης masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσώδους — κιρσώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”